- Urteil
- Urteil[ˈʊrtaɪl]<-s, -e> nt1. (Meinung) κρίση f, γνώμη f,• nach meinem κατά τη γνώμη μου,• sich dat ein über etw akk erlauben παίρνω το θάρρος να εκφέρω γνώμη για κάτι,• ein über jdn fällen κρίνω κάποιον,• zu dem kommen, dass … καταλήγω στη γνώμη ότι …,• sich dat ein über jdn/etw bilden σχηματίζω μια γνώμη για κάποιον/κάτι2. (JUR) δικαστική απόφαση f,• das über jdn sprechen εκδίδω δικαστική απόφαση για κάποιον,• abweisendes απορριπτική απόφαση,• einstimmiges ομόφωνη απόφαση,• rechtskräftiges τελεσίδικη απόφαση,• vorläufig vollstreckbares προσωρινά εκτελεστή απόφαση,• Bekanntmachung des γνωστοποίηση απόφασης,• Niederlegung des κατάθεση απόφασης,• ein abändern αναθεωρώ τροποποιώ απόφαση,• ein abfassen συντάσσω απόφαση,• ein anfechten προσβάλλω απόφαση,• ein aufheben εξαφανίζω απόφαση,• ein bestätigen επικυρώνω απόφαση,• ein gegen den Beklagten erwirken επιτυγχάνω έκδοση απόφασης κατά του εναγομένου
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.